Κατηγορίες
άρθρο δράση ελλάδα Σ.Α.Σ.

Η εμπειρία μου από την εξέταση για την αναγνώριση μου ως αντιρρησία συνείδησης από την αρμόδια επιτροπή

            Στις αρχές του 2015 μου ήρθε το χαρτί κατάταξης το οποίο ανέφερε ότι έπρεπε να παρουσιαστώ, μετά την οκταετή αναβολή μου για λόγους σπουδών, για να εκπληρώσω την στρατιωτική μου θητεία. Έπρεπε να παρουσιαστώ στο πυροβολικό στο κέντρο στη Θήβα στις 11 Μαρτίου του ίδιου έτους.

Εγώ ξεκίνησα άμεσα τις διαδικασίες για αναγνώριση μου ως αντιρρησίας συνείδησης και στις 5 Μαρτίου κατέθεσα όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο στρατολογικό γραφείο της [πόλη]. Μου είπαν ότι θα ειδοποιηθώ να περάσω ιατρικές εξετάσεις τον επόμενο μήνα, πράγμα που έγινε. Έτσι πήγα στο στρατιωτικό νοσοκομείο της [πόλη] στις αρχές του Απρίλη, όπου γνώρισα τον Ά., ένα παιδί από την Λάρισα ο οποίος ήθελε και αυτός να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας. Στην συνέχεια με ειδοποίησαν ότι θα μου έρθει χαρτί για να παρουσιαστώ στην αρμόδια επιτροπή που θα εξετάσει το αίτημά μου, σε περίπου 2 μήνες, από την στιγμή που πέρασα χωρίς πρόβλημα τις ιατρικές εξετάσεις. Πράγματι αρχές Ιουνίου με ειδοποίησαν ότι έπρεπε να εμφανιστώ στο Γ.Ε.Σ. στην Αθήνα ώστε να με εξετάσει η αρμόδια επιτροπή, την Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015. Έτσι λοιπόν είμαστε στο σημείο για το οποίο συντάσσω αυτή την επιστολή, για να περιγράψω τα τεκταινόμενα εκείνης την ημέρας.

            Ξεκίνησα, μαζί με τους γονείς μου, ο οποίοι επέμεναν να με συνοδέψουν, το πρωί, ξημερώματα (3 π.μ.) από την [πόλη] ώστε να είμαστε εκεί στις 8 το πρωί. Έτσι, όπως μπορείτε να καταλάβετε παρουσιάστηκα στην επιτροπή σχεδόν χωρίς λεπτό ύπνου καθώς τόσο η ώρα όσο και η αγωνία δεν μου επιτρέψανε να κοιμηθώ παρά ελάχιστα. Στην διαδρομή οδήγησα στο μεγαλύτερο μέρος της εγώ, οπότε αναφέρομαι σε όλα αυτά για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της κούρασης αλλά και τη ψυχική μου κατάσταση όταν έφτασα, και όλα αυτά σε κλίμα αφόρητου καύσωνα. Πράγματι ήμουν στις 8 το πρωί στο Γ.Ε.Σ., ακολουθήσαμε όλες τις διαδικασίες, μαζί με τον Ά. όπου τον συνάντησα εκεί, εισήλθαμε στο χώρο και μας παρέλαβε μία υπάλληλος(;) και μας οδήγησε σε μία αίθουσα αναμονής έξω από κάποια γραφεία στα οποία θα γινόταν η εξέταση. Εν τω μεταξύ, ένα «άβολο» γεγονός σημειώθηκε κατά την πορεία μας, καθώς εκεί που ήμασταν στο προαύλιο, πρέπει να γινόταν άρση της σημαίας μάλλον καθώς έπαιζε η σάλπιγγα και όλοι ήταν στημένοι προσοχή και ακίνητοι τη στιγμή που εμείς που δεν ξέραμε τι γινόταν, δεν ξέραμε πώς να φερθούμε, να πάρουμε στάση προσοχής ή να παραμείνουμε απλώς ακίνητοι παρατηρητές; Στην αίθουσα αναμονής ήταν ήδη ένα άτομο, Π. νομίζω τον λέγανε, από το Κιλκίς, όπου ήθελε να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας για θρησκευτικούς λόγους, αλλά δεν ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος. Φαινόταν ιδιαίτερα πιστό άτομο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συνήθως οι άνθρωποι της εκκλησίας πηγαίνουν στρατό και μερικοί μάλιστα (προσωπική εμπειρία και άποψη) με ζήλο, οπότε πιστεύω ότι μπορεί να υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα άλλα παιδιά που είναι χριστιανοί ορθόδοξοι καθώς αυτός επαναλάμβανε ότι ο λόγος του Χριστού περιλαμβάνει μόνο την αγάπη και την απουσία κάθε είδους βίας. Στη συνέχεια ήρθε ο Δ., ο τελευταίος, απ’ ότι φάνηκε που θα περνούσε την επιτροπή για να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας και αυτός για ιδεολογικούς λόγους, όπως εγώ και ο Ά.. Στην αρχή μας υποδέχτηκε ένας αξιωματικός(;) ιδιαίτερα περιχαρής, ρωτώντας μας τι θα θέλαμε, αν είμαστε άνετα κ.τ.λ. αλλά με ένα τρόπο που νομίζω ότι ήταν ιδιαίτερα εμπαικτικός και κακεντρεχής. Η αλήθεια είναι ότι η κυρία που μας υποδέχθηκε στην αρχή μας πρόσφερε στη συνέχεια από ένα μπουκαλάκι νερό που ήταν χρήσιμο δεδομένων των συνθηκών. Αρχικά η επιτροπή κάλεσε τον Π. να παρουσιαστεί μετά από μια αναμονή της τάξεως των 30-45 λεπτών. Δεν τον κράτησαν πάνω από 10 λεπτά. Τον ρώτησαν γιατί δεν θέλει να παρουσιαστεί, τους εξήγησε ότι είναι ενάντια σε αυτά που προστάζει ο Χριστός, τον ρώτησαν αν μπορεί να αποδείξει(!) αυτά που λέει (περί πίστης) και τους απάντησε ότι η απόδειξή του είναι η Βίβλος ή κάτι τέτοιο. Ακολούθησε ο Ά. όπου και αυτός δεν κάθισε πολύ ώρα στην επιτροπή περίπου 15-20 λεπτά. Στη συνέχεια, μετά από λίγα λεπτά, κάλεσαν τον Δ. Το παιδί αυτό είχε μεγάλο ιδεολογικό υπόβαθρο, δεν απέρριπτε σε γενικές γραμμές την έννοια των συνόρων, του κράτους και του στρατού αλλά είχε μία πολύ καλά δομημένη άποψη περί των εννοιών αυτών και διέθετε πολλά επιχειρήματα, πράγμα που έκανε την παραμονή του στην επιτροπή αρκετά εκτεταμένη. Πρέπει να είχε περάσει παραπάνω από μισή ώρα μέχρι την ώρα που βγήκε από την αίθουσα. Τελευταίο κάλεσαν εμένα, μετά από αρκετή αναμονή.

            Η επιτροπή αποτελούνταν από πέντε άτομα. Ήταν μία κοπέλα, νεαρή, όχι πάνω από 35 (γύρω στα 30) από το ναυτικό και ένας συνομήλικός της, αξιωματικός του στρατού ξηράς. Επικεφαλής ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, γύρω στα 60-65, χωρίς διακριτικά, όπως και τα υπόλοιπα 2 μέλη που φαίνονταν λίγο μικρότερης ηλικίας. Μπήκα στην αίθουσα, μου είπαν να καθίσω και πήρε στα χέρια του, ο επικεφαλής της επιτροπής, τα χαρτιά που είχαν τα στοιχεία μου. Με ύφος και στόμφο άρχισε να ρωτάει: «Ο κύριος [επώνυμο]; Ο κύριος [ονοματεπώνυμο];» Μάλιστα απαντώ εγώ. Συνεχίζει στο ίδιο ύφος, «του [πατρώνυμο] και της [μητρώνυμο]… Πού μένετε κύριε [επώνυμο];». Εγώ απαντώ, τη στιγμή βέβαια που το λέει στα χαρτιά, ότι είμαι κάτοικος [χωριό]. Δεν μένω συνέχεια εκεί βέβαια γιατί είναι απομακρυσμένο από την πόλη και έτσι περνώ ένα μεγάλο διάστημα στο πατρικό μου, στα περίχωρα της πόλης, που βρίσκεται [τοποθεσία]. «Άρα, δεν είστε κάτοικος [χωριό];» μου απαντάει. Και του εξηγώ ξανά ότι είμαι αλλά επειδή το σπίτι στο χωριό είναι μακριά από την πόλη και δεν με βολεύει όταν δεν έχω δουλειά στο χωριό πηγαίνω και μένω με τους γονείς μου. Φαίνεται ότι μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο, ή απλώς έκανε ότι δεν καταλάβαινε, και συνέχισε να με ρωτάει για το που μένω! Τότε κατάλαβα ότι τα πράγματα θα είναι δύσκολα γιατί ή δεν θα καταλάβαιναν τι τους έλεγα λόγω μειωμένης ικανότητας αντίληψης ή απλώς ήταν εχθρικοί για να με επηρεάσουν. Αφού καταφέραμε(;) να συνεννοηθούμε για το που μένω με ρώτησαν για την δουλειά μου. Τους απάντησα ότι έχω μπει στο πρόγραμμα νέων αγροτών. Δουλεύω τα κτήματα του πατέρα μου μαζί με αυτόν, που περιλαμβάνουν κυρίως αμπέλια. Σε συνδυασμό, ασχολούμαι με τις σπουδές μου που είναι στο κλάδο της γεωπονίας και θέλω να τελειώσω τη μεταπτυχιακό μου παραδίδοντας την εργασία μου πάνω στην οινολογία-αμπελουργία. Εκεί δεν σχολίασαν κάτι και μπήκαν κατευθείαν στο θέμα, ρωτώντας με γιατί δεν θέλω να πάω στρατό, ποιοί είναι οι λόγοι μου. Ξεκίνησα να τους λέω πως είμαι αντίθετος με κάθε πράξη βίας, δεν έχω καταφύγει ποτέ σε αυτή στη ζωή μου και ότι ποτέ δεν αποτελεί λύση. Δεν μπορώ να εκτελώ άκριτα εντολές, θέλω να μπορώ να έχω την ευχέρεια να κρίνω και να αμφισβητώ, να έχω λόγω στις αποφάσεις τις οποίες επηρεάζουν τόσο εμένα όσο και άλλους ανθρώπους. Τότε ο ίδιος, ο επικεφαλής μου λέει πως δεν γίνεται πάντα αυτό. «Για παράδειγμα, μου λέει, αν σου πει ο πατέρας σου να κάνεις κάτι στο κτήμα δεν θα το κάνεις;» Του απαντώ ανάλογα τι είναι αυτό που θα μου πει. Αν είναι κάτι το οποίο κρίνω ότι δεν πρέπει να γίνει έτσι ή προέχει κάτι άλλο θα του το πω και θα το συζητήσουμε. Με ξαναρωτάει, «αν πατέρας σου όμως επιμένει, δεν θα το κάνεις» Του εξηγώ ότι ο πατέρας μου δεν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο και τους λέω πως όχι μόνο θα ακούσει εμένα και το τι έχω να του πω αλλά πολλές φορές έχουμε στο κτήμα και ένα παιδί που μας βοηθάει και είναι οικονομικός μετανάστης και πολλές φορές λέει και αυτός την γνώμη του σε πράγματα που γνωρίζει και ο πατέρας μου αλλάζει την γνώμη του και υιοθετεί την άποψη αυτού του ανθρώπου. Και όμως συνέχισαν να επιμένουν, λέγοντάς μου τι θα έκανες αν σου έλεγε κάνε αυτό και εκείνο και δεν δεχόταν κουβέντα. Τους απαντώ, «κοιτάξτε, μου παρουσιάζετε έναν άνθρωπο που δεν είναι ο πατέρας μου και δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό. Ο πατέρας μου μεγάλωσε εμένα και τον αδελφό μου, να έχουμε το θάρρος της γνώμης μας, να μιλάμε σαν οικογένεια και γι’ αυτό δεν του κρύψαμε τίποτα. Πάντα ήταν ανοιχτός σε συζητήσεις». Φαίνεται ότι δεν είχαν κάτι άλλο να πουν πάνω σ’ αυτό και με ρώτησαν τη σχέση με τους κανόνες και τους νόμους στη κοινωνία. Εκεί δεν πρέπει να εκτελούν οι πολίτες αυτό που ορίζει ο νόμος; Του απαντώ πως είναι διαφορετικό πράγμα η υπακοή στο νόμο. Ο κάθε άνθρωπος σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι ελεύθερος να πράξει αυτό που θέλει αλλά η δικιά του ελευθερία σταματά εκεί που αρχίζει του άλλου. Σε μία ευνομούμενη κοινωνία εξασφαλίζεται η συνύπαρξη των ανθρώπων με αυτό τον τρόπο και δεν περιορίζονται οι ελευθερίες του. «Μάλιστα, για συνεχίστε για τους λόγους που δεν θέλετε να πάτε στρατό;», συνέχισε ο επικεφαλής. Συνέχισα λέγοντας ότι δεν αναγνωρίζω διαφορές ανάμεσα στου ανθρώπους, δεν τους κατατάσσω βάση χρώματος, φυλής και έθνους. Δεν θέλω να υπηρετήσω ένα θεσμό που κάνει τα αντίθετα. Με διακόπτει λέγοντας μου, «Γιατί, θεωρείτε ότι στο στρατό υπάρχει ρατσισμός;» Εκεί πήγα να γελάσω, μάσησα λίγο τα λόγια μου και του είπα, «εεε, εντάξει, νομίζω ότι βάση συνθημάτων που ακούμε σε παρελάσεις για Τούρκους και Αλβανούς και το τι θα τους κάνουμε, μάλλον ναι, υπάρχει ρατσισμός» Μου λέει «Κοιτάξτε, η αλήθεια… είναι… ότι πράγματι, υπήρξαν κάποια τέτοια φαινόμενα αλλά βγήκε ο υπουργός και άλλα στελέχη και το καταδίκασαν όλα αυτά» και του απαντώ, «και σίγουρα θα υπήρχαν πολλά στελέχη, που δεν βγήκαν, και τα επικρότησαν όλα αυτά». Συνεχίζοντας την κουβέντα με ρωτάει για το δικαίωμα ενός κράτους να υπερασπίζεται τον εαυτό του και την ύπαρξη του όπως κάνουν οι Κούρδοι εναντίων της ISISκαι των τζιχαντιστών. Η αλήθεια είναι ότι με ξάφνιασαν σε ένα βαθμό. Περίμενα ότι μπορεί να με ρωτήσουν για τζιχαντιστές, Ουκρανία και τα λοιπά αλλά δεν το πίστευα ότι θα το έκαναν καθώς είναι περιοχές όπου η αποσταθεροποίηση έχει συμβεί λόγω ακριβώς της επέμβασης στρατιωτικών δυνάμεων για εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων. Τους λέω: «Στις περιοχές αυτές γίνονται αυτά τα πράγματα λόγω την φτώχιας και της έλλειψης παιδείας που είναι συνέπεια της πρώτης αιτίας. Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις περιοχές συνυπήρχαν χωρίς προβλήματα μέχρι που επενέβησαν τα συμφέροντα. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στη γενική βελτίωση της ζωής των ανθρώπων ώστε να αποφεύγονται αυτού του είδους τα ακραία φαινόμενα, των τζιχαντιστών». Η αλήθεια είναι ότι δεν τους έπεισα και βρήκαν ευκαιρία να με στριμώξουν. Δεν θυμάμαι ακριβώς την συζήτηση που ακολούθησε. Σε γενικές γραμμές προσπαθούσα να τους πείσω πως οι πόλεμοι σήμερα έχουν διαφορετική μορφή. Είναι κυρίως εμφύλιοι και όχι μεταξύ κρατών. Το ίδιο είναι μεταξύ των τζιχαντιστών, στην Ουκρανία, στη Αφρική, Ιράκ, Αφγανιστάν κ.τ.λ. Όλα έχουν να κάνουν με εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων βάζοντας τους λαούς σε εμφύλιες διαμάχες. Ήθελα να τους πω πως παρόλο που υπάρχουν όλα αυτά τα φαινόμενα ο κόσμος κάνει βήματα προς τα μπροστά καταλαβαίνοντας πως τα όπλα δεν αποτελούν λύση γι’ αυτό και οι πόλεμοι είναι λιγότεροι από ποτέ, δεν υπάρχει σήμερα Βιετνάμ, Κορέα, πόλεμος Ιράν-Ιράκ, σφαγές όπως η Ρουάντα κ.τ.λ. Εκεί έγινα αντικείμενο χλευασμού. Σχόλια του τύπου ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται και ότι ονειροβατώ έδιναν και έπαιρναν. Θέλοντας να τελειώσω όλο αυτό το θέμα και να προστατευθώ έκλεισα την συζήτηση λέγοντας τους πω αυτή είναι η γνώμη μου. Εγώ έτσι πιστεύω, ο κόσμος μπορεί να κάνει βήματα προς τα πίσω αλλά γενικά πηγαίνει μπροστά και εγώ θέλω να αποτελώ κομμάτι αυτού του κόσμου που πάει μπροστά. Τι είμαι εγώ; Ένα στο δισεκατομμύριο; Ένα στα εφτά δισεκατομμύρια; Αυτός είμαι, και με την δυναμική που έχω θα κάνω ότι μπορώ καλύτερο για να πάει κόσμος μπροστά. Το να κρατήσω όπλο δεν νομίζω να βοηθήσει στην κατεύθυνση του κόσμου που ονειρεύομαι. Συνέχισα λέγοντάς τους πως εγώ δεν κρίνω αυτό που κάνουν και αυτό που πιστεύουν πως είναι καλύτερο για τον κόσμο αλλά να μην κρίνουν και αυτοί εμένα για αυτό που επιλέγω. Αποτελεί δικαίωμά μου και επικαλούμαι τον νόμο που το προβλέπει. Δεν αποφεύγω των υποχρεώσεων μου, αλλά επιλέγω αυτό που είναι καλύτερο. Η συζήτηση είχε ανάψει, με ρωτούν, αν εκεί στο χωριό παρουσιάζονται φαινόμενα όπως η ύπαρξη ανθρώπων που σκοπό είχαν να κλέψουν από τα σπίτια, αν έπιανα κάποιον στο κτήμα μου μέσα να κλέβει, τι θα έκανα. Τους απάντησα, μονομιάς πως αν έπιανα κάποιον στα πράσα να έχει πάρει κάτι από το κτήμα μου, θα του έδινα και περισσότερα γιατί προφανώς αυτός ο άνθρωπος είχε κάποια ανάγκη για να το κάνει αυτό. Με ρωτάει πιο επίμονα εάν αυτός είχε πιάσει τον πατέρα μου και ήθελε να του κάνει κακό τι θα έκανα. Απαντώ πως θα ρωτούσα τι ήθελε από εμάς και θα έκανα ό,τι μου ζητούσε. Αυτός να επιμένει ότι ο άνθρωπος αυτός θέλει να κάνει κακό, θέλει να βασανίσει τον πατέρα σου και την μάνα σου τι θα κάνεις. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, η επίθεση πέντε εναντίων μου, τα προηγούμενα σχόλια και η όλη κούραση μου είχαν εξαντλήσει την υπομονή μου. Αλλά κυρίως, το χειρότερο ήταν η έλλειψη λογικής σε κάθε μας κουβέντα καθώς και το γεγονός ότι δεν στηρίζονταν καθόλου στα λεγόμενα της επιστολής μου. Τους απαντώ με απελπισία ότι θα έλεγα τον άνθρωπο που απειλούσε τους δικούς μου να πάρει και να βασανίσει εμένα που είμαι πιο νέος και αντέχω στον πόνο περισσότερο. Και όμως ο επικεφαλής συνεχίζει «Αυτός θέλει να σκοτώσει το καταλαβαίνεις; Θέλει να βιάσει την αδελφή σου!» Του απαντώ ότι δεν έχω αδελφή αλλά ξέρω πως θα πει την μάνα μου. «Ναι μου απαντά, θέλει να βιάσει την μάνα σου, τι θα κάνεις;» Προσπαθώ και καταφεύγω στο μόνο μέσο που έχω την λογική. Του λέω, «ένας άνθρωπος που θα έλθει στο κτήμα μου, στο τέρμα του θεού, και θέλει να κλέψει, να σκοτώσει και βιάσει και δεν έχει κανένα άλλο κίνητρο παρά μόνο το κακό; Αυτό μου λέτε; Τι πράγματα είναι αυτά που ρωτάτε; Προφανώς αναφέρεστε σε εξεζητημένες καταστάσεις. Σίγουρα δεν πρόκειται για συνηθισμένο άνθρωπο. Γίνονται αυτά τα πράγματα;» Μου απαντάνε, «Δεν γίνονται; Κάθε μέρα ακούμε για ανθρώπους που μπαίνουν σε σπίτια και κλέβουν και βιάζουν.» Απαντώ, «Ναι, αλλά αυτοί οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα σε σπίτια έχουν οικονομικό κίνητρο που προκύπτει από την φτώχια. Όσο για τις συμπεριφορές αυτές ευθύνεται η πλήρης έλλειψη παιδείας.» Επιμένουν, «όχι μπαίνουν μέσα με αποκλειστικό σκοπό να σκοτώσουν» Τους λέω πως σκοτώνουν όταν δεν συνεργάζονται» (έφτασα να δικαιολογώ του εγκληματίες στον όλο παραλογισμό της συζήτησης) «άνθρωπος που μπαίνει μέσα για σκοτώσει και να βιάσει πρόκειται για ψυχοπαθή!» Μου λέει, «Μπράβο! Πες πως σου επιτίθεται ένας ψυχοπαθής, τι θα κάνεις;». «Είναι σοβαρά ερωτήματα αυτά;», του λέω μετά από δύο δευτερόλεπτα σιγής. «Εγώ αυτό που ξέρω είναι πως σε βασανισμούς ανθρώπων κυρίως προβαίνουν οι στρατοί ανά τον κόσμο, για να πάρουν πληροφορίες», τους είπα εξαντλημένος. Αργότερα που το σκεφτόμουν έπρεπε να τους απαντήσω αλλιώς. Έπρεπε να πω πως πράγματι στο χωριό μου (που είναι και μαρτυρικό) έχουν έρθει κατά καιρούς διάφοροι ψυχοπαθείς, όπως την εφταετία 67’-74’ και πριν από αυτή την περίοδο 45’-49’ και πριν από αυτή 40’-45’ και πάλι λέγοντας, οι οποίοι ψυχοπαθείς μπήκαν σε σπίτια, κλέψανε, βιάσανε, και κυρίως βασανίσανε και όλοι τους ανήκαν σε οργανωμένους και μη στρατούς. Αφήστε τις ιστορίες για τρελούς που τριγυρνάνε και βασανίζουν. Το 99% των περιπτώσεων προέρχεται από τον θεσμό που με καλείτε να υπηρετήσω. Στη συνέχεια δεν ανακαλώ ακριβώς τι έγινε. Το κλίμα ήταν άσχημο και ένοιωθα στριμωγμένος και το χειρότερο ήταν η πλήρης έλλειψη λογικής σε ό,τι λέγαμε σε ένα βαθμό. «Άλλος λόγος που δεν θέλετε να πάτε στρατό;» με ρώτησε ο επικεφαλής. Αναφέρθηκα στην διάθεση του χρόνου ο οποίος πιστεύω πως ήταν πλήρη σπατάλη καθώς δεν θα κάνω τίποτα το εποικοδομητικό για 9 μήνες τη στιγμή που δεν θέλω να αποφύγω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στην κοινωνία και προτιμώ να προσφέρω από μία θέση όπου πραγματικά χρήζει ανάγκης. Με ρώτησαν γιατί λέω πως πρόκειται για σπατάλη. Τους απάντησα πως δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά κάθε γνωστός μου που έχει πάει στρατό, μειδιώντας, μάλιστα, χαρακτηριστικά. Με ρωτάει να του πω παράδειγμα και του απαντώ πως έχω πάρα πολλά. Εκείνος επιμένει να του πω ένα. Του απαντώ πως δεν έχει να κάνει μόνο με το χάσιμο του χρόνου αλλά και με τον γενικότερο παραλογισμό που επικρατεί στις τάξεις του στρατού. Ο ίδιος όμως επιμένει να του δώσω παράδειγμα και του αναφέρω πως γνωστοί μου στην [πόλη] μου έλεγαν πως το πρωί τους ξυπνούσαν και έλεγαν σε 5 λεπτά όλοι έξω. Μετά από 5 λεπτά όσοι ήταν έτοιμοι καθόντουσαν έξω και τους έβαζαν να φωνάζουν κάνοντας κάμψεις «ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ, ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ» Μου απαντά πως στην [πόλη] είναι ειδικές δυνάμεις και είναι λογικό να υπάρχουν τέτοια φαινόμενα. Στα άλλα τα στρατόπεδα δεν συμβαίνει αυτό και επιμένει να του πω παράδειγμα. Του λέω πως γνωστοί μου μού ανέφεραν πως περνούσαν τον καιρό τους σέρνοντας τα κορμιά τους μέσα στο στρατόπεδο χωρίς να κάνουν τίποτα το σημαντικό. Τότε ο επικεφαλής μαζί με έναν από τους πανεπιστημιακούς συμφωνώντας μου είπαν να χαίρεσαι που αυτοί σέρνουν τα κορμιά τους εκεί μέσα για να μην χρειαστεί το δικό σου να βρεθεί ανάσκελα ή κάτι τέτοιο γιατί δεν κατάλαβα ακριβώς τι είπαν. Όταν ζήτησα διευκρινίσεις μου είπαν άσ’ το τίποτα… Εγώ ανέφερα πως είναι δικαίωμά μου και ότι επιθυμώ αυτό τον τρόπο να διαθέσω τον χρόνο μου στην κοινωνία, είναι κάτι στο οποίο μπορώ να προσφέρω αλλά και να πάρω από αυτό σε αντίθεση με την στρατιωτική θητεία που δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει. Μία ζωή σπουδάζω, έχω το πτυχίο μου κάνω το μεταπτυχιακό μου, ασχολούμαι με φωτογραφία, αθλητισμό, μουσική, μπορώ να προσφέρω στην κοινωνία. Τότε ο επικεφαλής μου λέει πως η κοινωνία που όλο αναφέρεις είναι η πατρίδα σου και ας μη θέλεις να το παραδεχθείς. (η αλήθεια είναι πως ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός στη χρήση ορισμένων λέξεων υπό τον φόβο να μην πιαστούν από κάτι, όπως πατρίδα, Ελλάδα, χώρα, έθνος και βρουν ευκαιρία να μου πουν πως αναγνωρίζω χώρες πατρίδες και άρα διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.) «Ακόμα αυτό που αναφέρεις ξανά και ξανά σαν δικαίωμά σου δεν ισχύει». Του λέω πως το ορίζει το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο νόμος 3421/2005 και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου με διακόπτει και μου λέει πως ο νόμος ορίζει πως έχεις δυνατότητα να κάνεις εναλλακτική υπηρεσία και όχι το δικαίωμα! Γι’ αυτό και βρίσκομαι μπροστά από την επιτροπή αυτή για να κρίνουν αν θα μου παρέχουν την δυνατότητα να κάνω εναλλακτική υπηρεσία. Τους εξηγώ όμως ότι ο νόμος βασίζεται πάνω στο άρθρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων άρα παραπέμπει στο δικαίωμά μου να κάνω εναλλακτική υπηρεσία. Υπάρχουν αποφάσεις, τους εξηγώ, και για άλλες χώρες οι οποίες είναι καταδικαστικές προς αυτές και αφορούν την αναγνώριση αντιρρησιών, όπως οι περιπτώσεις των φυλακισμένων αντιρρησιών της Τουρκίας, την μη αναγνώριση αντιρρησία από την Αρμενία,… Με διακόπτουν και πάλι και μου λένε με ύφος ότι οι δεν τα ξέρεις καλά. Η Αρμενία καταδικάστηκε όχι γιατί δεν αναγνώρισε κάποιον συγκεκριμένο ως αντιρρησία, αλλά επειδή δεν παρείχε την δυνατότητα να πραγματοποιηθεί εναλλακτική υπηρεσία. Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Εγώ επειδή δεν ήθελα να συνεχίσω τα περί νομοθετικών και τα λοιπά τους γνωστοποιώ με έντονο ύφος πως, κοιτάξτε, εγώ ξέρω πως με προστατεύει ο νόμος και μου δίνει την δυνατότητα να κάνω εναλλακτική υπηρεσία, και τονίζω, ότι ΘΑ κάνω εναλλακτική υπηρεσία. Ακόμη και να με απορρίψετε εσείς θα κάνω έφεση της απόφασης, θα πάω στα ανώτατα δικαστήρια και είμαι ικανός να φτάσω μέχρι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να υπηρετήσω στο στρατό. Δεν αποφεύγω τις υποχρεώσεις μου όμως επιλέγω να προσφέρω για περισσότερο χρόνο σε ένα αντικείμενο που έχει αξία υπηρετώντας τα ιδανικά μου και αυτό που ορίζει η συνείδησή μου. Μάλιστα είχα παθιαστεί τόσο που είχα φτάσει να τονίζω με χειρονομίες τα επιχειρήματά μου φτάνοντας στο σημείο να χτυπώ και ελαφρά το χέρι μου στο τραπέζι. Κλείνοντας τους είπα πως μπορούσα να επιλέξω πιο εύκολους τρόπους αποφυγής της θητείας. Αμέσως όμως ζήτησα να διορθώσω το «εύκολους» γιατί τίποτα δεν είναι εύκολο και επέμεινα σε διαφορετικούς τρόπους για να μην στρατευτώ. Ο επικεφαλής συνέχισε και με ρωτά, αν ήμουν στην θέση τους, και έβλεπα έξω από το γραφείο τους, όχι 3-4 παιδιά που ήμασταν τότε αλλά χιλιάδες να περιμένουν να αναγνωριστούν ως αντιρρησίες τι θα γινόταν η χώρα; Του λέω καταρχάς δεν θα ήμουν ποτέ στην θέση τους αλλά πέρα από αυτό αν υπήρχαν χιλιάδες παιδιά που επιθυμούσαν να αναγνωριστούν δεν θα βρίσκονταν μόνο έξω από το δικό σας γραφείο αλλά αντίστοιχα θα βρίσκονταν χιλιάδες έξω από τα αντίστοιχα γραφεία της Τουρκίας, της Αλβανίας και όλων των άλλων χωρών, γιατί το κίνημα των αντιρρησιών δεν είναι τοπικό φαινόμενο αλλά παγκόσμιο. Η ύπαρξη χιλιάδων θα σημαίνει ότι επιτέλους οι χώρες θα μπορούσαν να βρουν άλλο τρόπο συνεννόησης και θα πετούσαν τα όπλα από τα χέρια και επιτέλους θα επικρατούσε η ειρήνη! Δεν είχε απολύτως τίποτα να σχολιάσει πάνω στην τοποθέτησή μου. «Μάλιστα, θέλει κανείς από τους συναδέλφους να ρωτήσει τίποτα;» λέει ο επικεφαλής. Μία από τους πανεπιστημιακούς η οποία μου φάνηκε η πλέον ουδέτερη, με ρωτάει με ήρεμο τόνο, τι έχω να πω για το 15μηνο που είναι η υπηρεσία. «Δεν με πειράζει» της λέω, «το αποδέχομαι». Δεν ήθελα να ξαναμπώ σε αντιπαράθεση σχετικά με τον τιμωρητικό χαρακτήρα του 15μηνου. Μετά παίρνει το λόγο η κοπέλα από το ναυτικό. Με ρωτάει αν έχω δράσεις στην καθημερινότητά μου σχετικές με αυτά που πιστεύω και αν ανήκω σε κάποιο χώρο. «Μάλιστα» της λέω, «καταρχάς δεν ανήκω σε κάποιο χώρο γιατί θέλω να είμαι ελεύθερος να έχω όποια άποψη θεωρώ σωστή και να μην κλείνομαι στα περιθώρια κάποιου χώρου. Μετά, από την ίδια μου την καθημερινότητα και την επαφή μου με άτομα του περίγυρού μου όπου προσπαθώ να τους προβληματίζω και να ανταλλάσω απόψεις. Μετά συμμετέχω, από αντιπολεμικές πορείες από τη εποχή που ήμουν στο σχολείο ακόμη με τον πόλεμο στο Ιράκ, μέχρι και σήμερα σε αντιρατσιστικά φεστιβάλ και λοιπές δράσεις.» Και στην συνέχεια έρχεται η κορυφαία ερώτηση της όλης διαδικασίας. «Μπορείς να αποδείξεις τίποτα από αυτά!» Με ρωτάει ο επικεφαλής! Μένω άναυδος. Του εξηγώ ότι πολλοί με έχουν δει στις δράσεις αυτές και με ξέρουν. «Άρα δεν μπορείς να αποδείξεις ότι όλα αυτά πραγματικά συμβαίνουν.» Του λέω όχι, μπορεί να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου συγκεκριμένο άτομο που είναι και πολιτικό στέλεχος της [περιοχή] και οργανώνει πολλές από αυτές τις δράσεις. «Ποιός είναι;» με ρωτάει. «Θέλετε όνομα;» του απαντώ. «Ναι, πες μας το όνομά του» επιμένει. «Σοβαρά τώρα, θέλετε το όνομά του;» του λέω. «Ναι, πες μας το όνομά του» επιμένει. «Ωραία, του λέω, [ονοματεπώνυμο], θέλετε να τον πάρω τηλέφωνο τώρα;» του λέω. «Καλά δεν χρειάζεται» μου λέει. Για να κλείσω, αφού τελειώσαμε με αυτό τους λέω ξανά ότι εγώ θα κάνω εναλλακτική υπηρεσία, ότι είναι επιλογή μου κτλ και αυτοί με ενημερώνουν ότι σε 2 μήνες θα έχω την απόφασή τους.

            Οι 2 μήνες έγιναν τρεις μέχρι να πάρω την απόφαση. Θυμάμαι τις έντονες στιγμές που ακολούθησαν με το ταξίδι στην [πόλη] μαζί με τον Ά. και τους γονείς μου. Ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση και δεν πίστευα ότι θα με δεχόντουσαν. Μίλησα και με τα παιδιά από το σύνδεσμο των αντιρρησιών για τα όλα γεγονότα. Τελικά τώρα, τέλη Νοέμβρη με ειδοποίησαν ότι με δέχθηκαν ως αντιρρησία σε παράρτημα ΑΜΕΑ και ξεκινάω τις διαδικασίες για να παρουσιαστώ εκεί.