Κατηγορίες
άρθρο ελλάδα φίλοι/ες

Αναλώσιμοι και οι εύζωνοι στον βωμό του εθνικισμού;

Το περιστατικό που συνέβη με τους εύζωνους του «άγνωστου στρατιώτη» την ώρα της βομβιστικής ενέργειας στο Σύνταγμα, σε συνδυασμό με τους διθυραμβικούς επαίνους που ακούστηκαν και γράφτηκαν στη συνέχεια για την απροθυμία τους να εγκαταλείψουν τον χώρο, είναι απολύτως ενδεικτικά της περιφρόνησης με την οποία ο εθνικισμός ατενίζει τη θεμελιώδη και πρωταρχική αξία της ανθρώπινης ζωής. Είναι δηλαδή αξιοσημείωτο ότι όχι μόνο σε περιόδους πολεμικής έξαρσης αλλά και σε καιρό ειρήνης η εθνικιστική προσέγγιση των πραγμάτων επιτάσσει να μην υπολογίζεται ο παράγοντας της ανθρώπινης ζωής, εάν πρόκειται διαμέσου της θυσίας του να αναδειχθούν εκείνα τα «ιδεώδη» που αυτή η επικίνδυνη νοοτροπία προτάσσει ως υπέρτερα, δίχως φυσικά συνήθως να ερωτηθεί το εκάστοτε υποψήφιο θύμα… αν συμφωνεί.

Αν προς στιγμήν υποτεθεί ότι η έκρηξη της βόμβας ήταν απλώς και μόνο η έναρξη, π.χ., μιας σειράς επακόλουθων βομβιστικών ενεργειών στη γύρω περιοχή, και εφόσον ταυτόχρονα διατηρούνταν σε ισχύ η αυστηρή και άκαμπτη διαταγή περί μη απομάκρυνσης των ευζώνων από το σημείο όπου υπηρετούσαν, τότε είναι προφανές ότι ο κίνδυνος ζωής που οι συγκεκριμένοι φαντάροι θα διέτρεχαν θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Το ερώτημα που αβίαστα τίθεται σε αυτή την περίπτωση είναι αν αξίζει για «λόγους συμβολισμού» να ανεχθεί μια κοινωνία το οδυνηρό κόστος μιας ενδεχόμενης απώλειας ζωής ή μιας πιθανής βαριάς σωματικής βλάβης, δεδομένου ότι οι εν λόγω φρουροί δεν φυλάσσουν υπαρκτά εν ζωή πρόσωπα ή έστω αντικείμενα που χρήζουν πραγματικής προστασίας από τυχόν φθορά ή καταστροφή. Επομένως, ασχέτως της ατομικής βούλησης των ευζώνων, που αναμφίβολα απορρέει από το μοντέλο της διαπαιδαγώγησής τους, η Πολιτεία όφειλε να τους προστατεύσει, διατάζοντάς τους να φύγουν.

Οπωσδήποτε το ζήτημα έχει βαθύτερες προεκτάσεις. Η ιδεολογική και επικοινωνιακή χρήση και προβολή αυτής της είδησης από την άκρα δεξιά δεν είχε καθόλου αγνά ελατήρια. Ο στόχος της ήταν να «ερεθίσει» για τους νεότερους ή να «αφυπνίσει» για τους παλαιότερους ένα φαντασιακό σε σχέση με τη δήθεν ακατάλυτη παρουσία του «έθνους» στην καθημερινότητά μας, ως της μοναδικής αξίας επί της οποίας «δεν χωρεί» διάλογος ή «δεύτερη κουβέντα», καθώς τάχα οφείλουμε αδιαμαρτύρητα να υποταχθούμε, ακόμη και όλοι όσοι θεωρούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ανθρώπινο, πιο υγιές και πιο φυσιολογικό από την ορθολογική προσπάθεια ενός υποψήφιου θύματος να διασώσει τη σωματική του ακεραιότητα κατά τη διάρκεια ενός επικίνδυνου συμβάντος.

Το θέμα όμως που πρέπει να μας απασχολεί, αν δεν σκοπεύουμε να απαρνηθούμε την ταξική θεώρηση της Ιστορίας και τις πάντοτε επίκαιρες «απάτριδες» διδαχές της Λούξεμπουργκ, είναι ότι κανένα από τα συστατικά στοιχεία που συγκροτούν το εποικοδόμημα του αστικού συστήματος εξουσίας φωλιάζοντας σε αγνές συνειδήσεις, όπως η ιδεολογία περί «βωμών και εστιών», δεν μπορεί να τίθεται εκτός δημόσιας συζήτησης και να αποτελεί φετίχ. Αρκεί να θυμηθούμε την απαράδεκτη δικαστική περιπέτεια που βίωσε ο κορυφαίος μας ηθοποιός Β. Διαμαντόπουλος όταν είχε μιλήσει υπέρ της απομυθοποίησης των εθνικών συμβόλων, τη στιγμή που αντιστρόφως, και κατά εντελώς παράδοξο τρόπο, ακόμη και στις σφόδρα «πατριωτικές» και συντηρητικές ΗΠΑ, η καύση της σημαίας τους είναι θεσμοθετημένη -με ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τους- ως συνταγματικό δικαίωμα που απορρέει από την ελευθερία της έκφρασης. Συνεπώς, έχουμε χρέος να ορθώσουμε πολιτικό ανάστημα απέναντι σε κάθε ιδεολογική απόπειρα υπονόμευσης του ουμανιστικού πυρήνα της προοδευτικής σοσιαλιστικής σκέψης, που δεν είναι άλλος από το αξίωμα «πρώτα και πάνω από όλα ο άνθρωπος και η ελευθερία του».

Του Νάσου Θεοδωρίδη, μέλος του ΣΥΝ και της Αντιεθνικιστικής Κίνησης.


πηγή: https://www.avgi.gr/ArticleActionshow.act…